εὐθύμως
English (Woodhouse)
(see also: εὔθυμος) cheerfully, gaily, merrily
French (Bailly abrégé)
adv.
de bon cœur, avec ardeur, avec joie;
Cp. εὐθυμότερον, Sp. εὐθυμότατα;
NT: avec courage ; avec confiance.
Étymologie: εὔθυμος.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύμως: весело, радостно (ἱστάναι τὸν τρόπαιον Batr.; ἦμαρ ἄγειν Aesch.; φέρειν τι Xen., Plut.; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat.; ἔχειν ἐπί τι Arst.).
Chinese
原文音譯:eÜqumoj 由-替摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:好-感覺 似的
字義溯源:歡悅的,鼓起勇氣,樂意,放心;由(εὖ / εὖγε)=好)與(θυμός)=熱情)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=獻祭)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 放心(1) 徒27:36;
2) 樂意(1) 徒24:10