Search results

From LSJ
  • sense, lead on, tempt, οὐδέ με οἶνος ἐ. ὥστε εἰπεῖν Thgn.414; ἐ. ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Th.6.89:—Med., E.HF775 (lyr.); εἰς τὸ διδόναι λόγον Plu.2.922f:—Pass
    57 KB (6,209 words) - 14:04, 16 November 2024
  • έπ' οἶκτον ἐξαγ' οὗ 'λελήσμεθα») 19. (με κακή σημ.) παρασύρω («ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον», Θουκ.) 20. παραφέρομαι από το πάθος («ἐξαγόμενος τε
    6 KB (412 words) - 07:35, 9 September 2022
  • Tyr.36.5, etc.: in bad sense, pervert by art, δεινὸς τ. λόγους ἐπὶ τὰ πονηρότερα D.H. Is.4. II intr., use art or cunning, περί τι S.E.M.2.64,88, cf. Muson
    2 KB (216 words) - 10:23, 25 August 2023
  • 183 d; τὸν ἄδικον καὶ πονηρὸν ἄθλιον εἶναί φημι, Gorg. 469 e; τὰ ἔργα πονηρότερα ἐργάσεται, Rep. IV, 421 d; feig, Xen. Cyr. 1, 4, 19; τοῖς φίλοις, schlecht
    31 KB (3,392 words) - 15:31, 16 November 2024