ἀντιλοιδορέω

English (LSJ)

rail at or abuse in turn, PPetr.3p.48 (iii B.C.), Plu. 2.88f (Pass.), 1 Ep.Pet.2.23:—Med., c. acc. rei, Luc.Symp.40.

Spanish (DGE)

injuriar por su parte, contestar a la injuria o insulto ἐμοῦ δέ σε ἀντιλοιδοροῦντος PPetr.3.21g.20 (III a.C.), cf. Plu.Ant.42, λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει de Cristo, 1Ep.Petr.2.23
pas. γελοῖον ... τὸ λοιδορεῖν ... ὁτιοῦν ἀντιλοιδορηθῆναι δυνάμενον Plu.2.88e.

German (Pape)

[Seite 255] Schmähungen erwidern, Plut. Ant. 42; med., Luc. Conv. 40.

French (Bailly abrégé)

ἀντιλοιδορῶ :
injurier à son tour.
Étymologie: ἀντί, λοιδορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλοιδορέω: отвечать оскорблением на оскорбление, в свою очередь бранить (λοιδορεῖν καὶ ἀντιλοιδορηθῆναι Plut.; med. τὰ εἰκότα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλοιδορέω: λοιδορῶ τὸν λοιδοροῦντα, Πλούτ. 2. 88Ε, Πέτρ. Α΄, β΄, 22: ― Μέσ., μετ’ αἰτ. πράγμ., καὶ Διονυσόδωρος ἀντελοιδορεῖτο τὰ εἰκότα Λουκ. Συμπ. 40.

English (Strong)

from ἀντί and λοιδορέω; to rail in reply: revile again.

English (Thayer)

ἀντιλοιδόρω: (imperfect ἀντελοιδορουν); to revile in turn, to retort railing: Lucian, conviv. 40; Plutarch, Anton. 42; (de inimic. util. § 5).)

Greek Monotonic

ἀντιλοιδορέω: λοιδορώ ή κακομεταχειρίζομαι με τη σειρά μου, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ. με αιτ. πράγμ., σε Λουκ.

Middle Liddell

to rail at or abuse in turn, NTest.; Mid., c. acc. rei, Luc.

Chinese

原文音譯:¢ntiloidoršw 安提-睞多雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-安置(說) 矛
字義溯源:對罵,辱罵,侮辱回對,還口,還以辱罵;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(λοιδορέω)=辱罵)組成;其中 (λοιδορέω)出自(λοίδορος)=漫罵),而 (λοίδορος)出自(λοίδορος)X*=危害)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 還以辱罵(1) 彼前2:23