Search results
From LSJ
- part. ἀπιών: go away, very often the part.; ἐγὼ μὲν ἄπειμι, ‘am going,’ fut., Od. 17.593. ἄπειμι a c. gen., be without ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ46 KB (3,368 words) - 13:45, 16 November 2024
- (I) ἄπειμι (AM) ειμί 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο1 KB (89 words) - 20:00, 13 June 2022
- ἐκλύω, δαίομαι, δατέομαι, ἐντέμνω, ἐξανίστημι, ἐκπορεύω, ἐκπλέω, διϊστάω, ἄπειμι, ἀπαίρω, ἀποβλώσκω, διεξορμάω, ἀνδιχάζω, ἐνδατέομαι, ἐναπέρχομαι, εἰσαίρω969 bytes (43 words) - 06:53, 22 August 2017
- ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω3 KB (92 words) - 21:05, 20 October 2024
- διαίρω, πορεύω, ἐπέρχομαι, θέω, ἀνύω, παραφέρω, ἐπιλαμβάνω, προέρχομαι, ἄπειμι, ὑπερπίπτω, ἐκπεράω, ὁδεύω, προελαύνω, διανύω, διανύτω, ἐπιπορεύομαι, στείχω2 KB (77 words) - 07:50, 15 October 2019
- ποτικλίνω, ἐπέρχομαι, παροδεύω, διέξειμι, διεκπεράω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἄπειμι, ἐκτοπίζω, διαβαίνω, ὑπερβάλλω, ἔρχομαι, καθήκω, μετέρχομαι, ὑπονοστέω,2 KB (78 words) - 07:41, 15 October 2019
- ἀπαλλάττω, ἀφέρπω, ἀφορμάω, ἀπονέομαι, νίσσομαι, ἐρωέω, ὑπεκχωρέω, ἀπερωέω, ἄπειμι, ἐκτοπίζω, ἀποίχομαι, ἀποστείχω, ἀποχωρέω, ὑπαφίσταμαι, ἐκχωρέω, ἀπέρχομαι2 KB (77 words) - 21:50, 16 March 2024
- ἀπανίστημι, ἀπαλλάσσω, διαφθείρω, ἀναδύομαι, ἀφίστημι, ἀλεύω, ἐξαμείβω, ἀποχωρέω, ἄπειμι, ἀποστείχω, ἀνίστημι, ἀναζεύγνυμι, ἀνάγω, ἀπάγω, ἀποστέλλω, ἀποβαίνω, ἀφέρπω1 KB (46 words) - 10:46, 16 September 2024
- ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀπογίγνομαι2 KB (110 words) - 15:41, 11 December 2022
- ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω,2 KB (76 words) - 12:36, 11 December 2022
- ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω2 KB (92 words) - 21:05, 20 October 2024
- ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω,2 KB (76 words) - 12:36, 11 December 2022
- v. ἄπειμι². ἀπιέναι: inf. к ἄπειμι II. (see also ἄπειμι): come away ⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search abire, to go away, 1.24.5.11 KB (383 words) - 13:51, 16 November 2024
- ἀπαλλάσσω, διαλύομαι, ἀφίστημι, ἀπορρέω, ἀπονεύω, ἀλεύω, ἀνείργω, ἀποστρέφω, ἄπειμι, ἀποσκηνόω, ἀφήκω, ἐξαμεύω, ἀποχάζομαι, διακρίνω, ἀναχωρέω, ἀπαρτάω672 bytes (29 words) - 06:56, 22 September 2024
- ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω,2 KB (76 words) - 12:36, 11 December 2022
- ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω,2 KB (76 words) - 12:36, 11 December 2022
- ἀποδίδωμι, ὑποστρέφω, μετακαλέω, ἀντιτίθημι, ἀνασῴζω, ἐγκαθίστημι, ὁρμίζω, ἄπειμι, μεταφέρω, ἀποστρέφω, ἀνάγω, ἀποφέρω432 bytes (18 words) - 09:25, 15 October 2019
- ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω2 KB (86 words) - 12:36, 11 December 2022
- 364D, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν τόπῳ. from the participle of ἄπειμι; a being away: absence. η (AM ἀπουσία) άπειμι 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι8 KB (785 words) - 15:37, 16 November 2024
- ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω2 KB (86 words) - 12:36, 11 December 2022