Ἱερουσαλήμ

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek (Liddell-Scott)

Ἱερουσαλήμ: ἡ, ἄκλιτ., τὰ Ἱεροσόλυμα, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 22, σ. 455, κτλ.

English (Strong)

of Hebrew origin (יְרוּשָׁלַ֫םִ); Hierusalem (i.e. Jerusalem), the capital of Palestine: Jerusalem. Compare Ἱεροσόλυμα.

Russian (Dvoretsky)

Ἱερουσαλήμ: ἡ NT = Ἱεροσόλυμα.