αιγυπτιοδίφης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
ο
ο αιγυπτιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιγύπτιος + -δίφης < αρχ. διφῶ (-άω) «ζητώ, ερευνώ»].