Γοργοφόνα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Russian (Dvoretsky)

Γοργοφόνα: ἡ горгоноубийца, т. е. Афина Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Γοργοφόνα -ας, ἡ Γοργώ, φονός Dor., de Gorgodoodster (Athena).