Εύας
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Εὔας, -αντος, ὁ (Α)
επίθετο του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος τ. του ευαστής (ενν. θεός) (πρβλ. πέλας, πελαστής)].