σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ης (ἡ) :c. Κυθέρεια.
Κυθήρη: Anacr., дор. Κῠθήρα ἡ = Κυθέρεια.