Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.
Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνόθεν, οίκοθεν)].
Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.
from Lesbos, Il.