Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.
Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνόθεν, οίκοθεν)].
Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.
from Lesbos, Il.