Λεσβόθεν

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.

Greek Monolingual

Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνόθεν, οίκοθεν)].

Russian (Dvoretsky)

Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.

Middle Liddell

from Lesbos, Il.