Λεσβόθεν

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.

Greek Monolingual

Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνόθεν, οίκοθεν)].

Russian (Dvoretsky)

Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.

Middle Liddell

from Lesbos, Il.