ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Λευκοπέτρα: (οὐχὶ Λευκόπετρα), πόλις τῆς Ἰταλίας, κακῶς τονιζομένη εἰς τὴν προπαραλ. ἐν Στράβ. 211, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 24.