Λευκοπέτρα

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

Λευκοπέτρα: (οὐχὶ Λευκόπετρα), πόλις τῆς Ἰταλίας, κακῶς τονιζομένη εἰς τὴν προπαραλ. ἐν Στράβ. 211, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 24.