Ληναῖος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dieu du pressoir (Bacchus).
Étymologie: ληνός.

Russian (Dvoretsky)

Ληναῖος:Леней (бог виноделия, т. е. Вакх-Дионис) Diod., Anth.