Οἰτόλινος
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
Οἰτόλῐνος: ὁ, ᾆσμά τι κατὰ τὸν θάνατον τοῦ Λίνου, Παυσ. 9. 29, 3· ἴδε Λίνος ΙΙ.
Greek Monolingual
Οἰτόλινος, ὁ (Α)
επιθανάτιο άσμα προς τιμή του αρχαίου αοιδού Λίνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < οἶτος «μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος» + Λίνος, όν. μυθικού αοιδού, «η ωδή του Λίνου». Πρόκειται πιθ. για ανθρωπωνύμιο].
German (Pape)
ὁ, Linos Hingang (οἶτος Λίνου, s. Λίνος), Gesang vom Tode des Linos, Paus. 9.29.8.