Οἰτόλινος

English (LSJ)

ὁ, a name of Λίνος (q.v.), Paus.9.29.8 (Sapph.62 B).

Greek (Liddell-Scott)

Οἰτόλῐνος: ὁ, ᾆσμά τι κατὰ τὸν θάνατον τοῦ Λίνου, Παυσ. 9. 29, 3· ἴδε Λίνος ΙΙ.

Greek Monolingual

Οἰτόλινος, ὁ (Α)
επιθανάτιο άσμα προς τιμή του αρχαίου αοιδού Λίνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < οἶτος «μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος» + Λίνος, όν. μυθικού αοιδού, «η ωδή του Λίνου». Πρόκειται πιθ. για ανθρωπωνύμιο].

German (Pape)

ὁ, Linos Hingang (οἶτος Λίνου, s. Λίνος), Gesang vom Tode des Linos, Paus. 9.29.8.