Λίνος
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, Linos, a mythical minstrel, Hes.Fr.192, Theoc.24.105, Apollod.1.3.2.
II as Appellat., the song or lay of Linos, whether composed by him or upon him; λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε λεπταλέῃ φωνῇ sang the lay of Linos in accompaniment, Il.18.570, cf. Pi.Fr.139.5, Hdt.2.79, E.HF348 (lyr.), Ar.Byz. ap. Ath.14.619c, and v. οἰτόλινος. (In Il. l. c. Zenod. read λίνος and interpreted it of the string of the instrument, which was orig. made of flax acc. to Sch.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 Linos, ancien aède de Thèbes, maître d'Orphée;
2 p. ext. chant composé par ou sur Linos.
NT: ου (ὁ) Linus, chrétien à Rome, connu de Paul et de Timothée
English (Slater)
Λῐνος a legendary singer, ? son of a Muse. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.
English (Strong)
perhaps from λίνον; Linus, a Christian: Linus.
English (Thayer)
(not Λίνος (with R G Tr); see Passow (or Liddell and Scott), under the word; cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., p. 42), Λινου, ὁ, Linus, one of Paul's Christian associates; according to ecclesiastical tradition bishop of the church at Rome (cf. Hase, Polemik, edition 3, p. 131; Lipsius, Chronologie d. röm. Bischöfe, p. 146; (Dict. of Chris. Biog. under the word)): 2 Timothy 4:21.
Greek Monolingual
Λίνος, ὁ (Α)
1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου του Απόλλωνος και της Καλλιόπης
2. (ως προσηγορικό) ὁ λίνος
η ωδή του Λίνου, λαϊκό θρησκευτικό άσμα που συντέθηκε από τον Λίνο ή αναφέρεται στον Λίνο («λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως. Με τη σημ. «άσμα» είναι πιθ. να αντιστοιχεί με το λίνον «λινάρι», ενώ ως κύριο όν. (Λίνος) θεωρείται αιγυπτ. λ. Τόσο με τη μία σημ. όσο και με την άλλη, ο τ. έχει στενή σχέση με τη λ. αἴλινος «θρηνητικό άσμα», παραμένει αβέβαιη όμως η σχέση παραγωγής αυτών τών λ. Κατά μία άποψη, ο τ. αἴλινος παράγει το Λίνος, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. λίνος είναι που δίδει το αἴλινος, το οποίο μάλιστα συνδέεται πιθ. με φοινικ. ij Alijan «θρησκευτικό άσμα στον θεό της βλάστησης Alijan»].
Greek Monotonic
Λίνος: [ῐ], -ου, ὁ,
I. μυθικός αοιδός, γιος του Απόλλωνα και της Ουρανίας (Καλλιόπης), δάσκαλος του Ορφέα, σε Θεόκρ., κ.λπ.
II. ως προσηγορικό, τραγούδι ή ωδή του Λίνου, την οποία τραγουδά νεαρό αγόρι στην κιθάρα, ενώ οι τρυγητές εργάζονται, Λίνονδ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε, έψαλλε το όμορφο άσμα του Λίνου με συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἴλινος, το οποίο είναι πένθιμο, θρηνητικό άσμα.
Russian (Dvoretsky)
Λίνος: (ῐ) ὁ Лин (миф. фиванский аэд, сын Аполлона и Каллиопы, учитель Орфея) Theocr.
Middle Liddell
Λῐ́νος, ου,
I. Linos, a mythical minstrel, son of Apollo and Urania (Calliope), teacher of Orpheus, Theocr., etc.
II. as appellat., the song or lay of Linos, sung by a boy to the cithara while the vintagers are at work, Λίνον ὑπὸ καλὸν ἄειδεν sang the lovely lay of Linos in accompaniment, Il.:—cf. αἴλινος which is a mournful song.
Chinese
原文音譯:L‹noj 利挪士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:利奴
字義溯源:利奴;羅馬城一信徒,在保羅的書信中向提摩太問安。字義:網,或出自(λίνον)=亞麻*)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 利奴(1) 提後4:21