Προέλληνες
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
Greek Monolingual
οι, Ν
όλα τα προϊστορικά φύλα τα οποία κατοικούσαν στον ελληνικό χώρο πριν από την εγκατάσταση τών Ελλήνων σ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προ- + Έλληνες. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Χασιώτη].