Ρουμελιώτης

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ρουμελιώτισσα, Ν Ρούμελη
ο κάτοικος της Ρούμελης ή αυτός που κατάγεται από τη Ρούμελη, από τη Στερεά Ελλάδα.