Σαλονικιός
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
Greek Monolingual
-ιά, -ιό, Ν Σαλονίκη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Θεσσαλονίκη ή αυτός που προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σαλονικιός και η Σαλονικιά
ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης ή αυτός που κατάγεται από την Θεσσαλονίκη, ο Θεσσαλονικέας ή Θεσσαλονικιός.