Θεσσαλονικιός
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
και λόγ. τ. Θεσσαλονικεύς, θηλ. Θεσσαλονικιά Θεσσαλονίκη
ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης, Σαλονικιός.