Θεσσαλονικιός

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

και λόγ. τ. Θεσσαλονικεύς, θηλ. Θεσσαλονικιά Θεσσαλονίκη
ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης, Σαλονικιός.