Σαρδανάπαλος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. βασιλιάς τών Ασσυρίων, περιώνυμος για τον συβαριτισμό του, την ηδυπάθεια, την μαλθακότητα και την χλιδή στην οποία ζούσε
2. συνεκδ. (ως επιθ.) άνθρωπος τρυφηλός, άσωτος, με έκλυτα, ήθη
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος ανακατωσούρης, τσαπατσούλης.