Σιληνικός
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
Σιληνική, Σιληνικόν, of or like Silenus, σατυρικὸν δρᾶμα καὶ σ. Pl.Smp. 222d.
Russian (Dvoretsky)
Σῑληνικός: ион. = Σειληνικός.
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
Full diacritics: Σῑληνικός | Medium diacritics: Σιληνικός | Low diacritics: Σιληνικός | Capitals: ΣΙΛΗΝΙΚΟΣ |
Transliteration A: Silēnikós | Transliteration B: Silēnikos | Transliteration C: Silinikos | Beta Code: *silhniko/s |
Σιληνική, Σιληνικόν, of or like Silenus, σατυρικὸν δρᾶμα καὶ σ. Pl.Smp. 222d.
Σῑληνικός: ион. = Σειληνικός.