Σελευκεύς
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Séleucie, en Mésopotamie.
Étymologie: Σελεύκεια.
Russian (Dvoretsky)
Σελευκεύς: έως ὁ уроженец или житель Селевкии Luc.