Σπαρτιατικός
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sparte ou des Spartiates.
Étymologie: Σπαρτιάτης.
Russian (Dvoretsky)
Σπαρτιᾱτικός:
1 Σπάρτη спартанский Her. etc.;
2 Σπαρτιάτης спартиатский Her., Luc.