Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
ο, θηλ. Τζιώτισσα, Ν
ο κάτοικος της Τζιας, της Κέας, ή αυτός που κατάγεται από τη Τζια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τζια + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Χιώτης)].