Τζιώτης

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

ο, θηλ. Τζιώτισσα, Ν
ο κάτοικος της Τζιας, της Κέας, ή αυτός που κατάγεται από τη Τζια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τζια + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Χιώτης)].