άδειπνος

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδειπνος, -ον) δεῖπνον
αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος.