Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-η, -ο (Α ἄδρεπτος, -ον) δρέπωαυτός που δεν τον περισυνέλεξαν, άκοπος, ατρύγητος, αμάζευτος.