άκλυτος

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

ἄκλυτος, -ον (Α) κλύω
αυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κλυτὸς < κλύω.