ἄκλυτος
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
ἄκλυτον, (κλύω) unheard, IG14.1389ii32; opp. κλυτός, Plu.2.722e (nisi leg. ἄκλυστος).
Spanish (DGE)
-ον
1 no escuchado, no atendido εἰ δέ τῳ ἄκλυτα ταῦτα si alguien no atendiese a estas palabras Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.91.
2 imperceptible ἀήρ Plu.2.722e.
German (Pape)
[Seite 74] ungehört, Herod. Att.; geräuschlos, ἀήρ Plut. Symp. 8, 3, wo aber wohl dem vorangehenden ἀκύμων entsprechend ἄκλυστος zu schreiben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on n'entend aucun bruit, calme, paisible.
Étymologie: ἀ, κλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλῠτος: бесшумный, беззвучный (ἀήρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ μὴ ἀκουσθείς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1046, 91: ― ἡ σημασ. ἀμφίβολος παρὰ Πλουτ. 2. 722Ε.
Greek Monolingual
ἄκλυτος, -ον (Α) κλύω
αυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλυτὸς < κλύω.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἀκούστηκε). Ἀπό το α στερητ. + κλυτός τοῦ κλύω (=ἀκούω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύω.
Translations
noiseless
Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz