άλυγος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-η, -ο
ο αλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λυγώ].