Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
ἄνδιχα (Α)1. επίρρ. σε δύο κομμάτια, δύο μέρη, χωριστά2. πρόθ. δίχως, χωρίς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ανά + δίχα.