άνοικος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

ἄνοικος, -ον (Α) οίκος
αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος.