άντοικος

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

ἄντοικος, -ον (AM) οικώ
αυτός που κατοικεί στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με κάποιον άλλο, αλλά στο αντίθετο ημισφαίριο.