άπαικτος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

κ. άπαιχτος, -η, -ο (Μ ἄπαικτος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν παίχτηκε
(«ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο
2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι
μσν.
ακατάλληλος για αστεϊσμό.