άπελπις
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
ἄπελπις (-ιδος), ο, η
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, δεν ελπίζεται καλή έκβαση («άπελπις προσπάθεια», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].