άποπτος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ἄποπτος, -ον (Α) οπτός
1. ορατός από μακριά
2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά
3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός.