άποτος

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄποτος, -ον)
αυτός που δεν ήπιε, ο διψασμένος
αρχ.
1. ακατάλληλος για πόση
2. αυτός που δεν πίνει ποτέ ή δεν έχει πιει
3. αυτός που δεν μπορεί να πιει.