αθέατος

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθέατος, -ον) θεῶμαι
αυτός που δεν θεάθηκε ή δεν είναι δυνατόν να θεαθεί, μη θεατός, αόρατος, μυστικός, κρυφός
αρχ.
αυτός που δεν βλέπει κάτι, ο τυφλός.