άχος

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἄχος, το (Α)
θλίψη, πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. αχέω (Ι)].