αχέω
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
Greek Monolingual
(I)
ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α)
Ι. 1. στενάζω, θρηνώ
2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι
3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ
II. παθ.
1. λυπάμαι για κάτι
2. θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η ετυμολ. είναι αβέβαιη. Πιο συχνός είναι ο τ. άχνυμαι, ο οποίος απαντά κυρίως στη μτχ. αχνύμενος και δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για αρχαίο τ. ή για νεωτερισμό της Ελληνικής. Ο τ. άχομαι είναι πιθ. υστερογενής και απαντά σε δύο χωρία της Οδύσσειας. Τέλος, ο ενεργ. ενεστώτας αχεύω, κυρίως στη μτχ. αχεύων, ερμηνεύεται ως κατάλοιπο ενός αθεμάτου ενεστώτα χωρίς έρρινο πρόσφυμα άχευμι, ενώ η μτχ. αχέων του αχέω πρέπει να συνδέεται με το άχος (πρβλ. κρατέωνκράτος). Η υπόθεση ότι ο τ. αχεύων, επειδή εμφανίζεται πάντα στο τέλος στίχου (έναντι του αχέων, που απαντά στο μέσον του στίχου), προήλθε από μετρικούς λόγους, είναι αναπόδεικτη (βλ. και λ. ακαχίζω). Το ουδ. άχος, αρχαίο ρηματικό όνομα, έχει μία ακριβή μορφολογική, αλλά όχι και σημασιολογική, αντιστοιχία με γοτθ. -agiς, αγγλοσαξ. ege «φόβος». Με αυτά τα ονόματα καθώς και με το άχομαι συνδέεται η μτχ. θεματικού ρ. γοτθ. un-agands «άφοβος», όπως και ο αόριστος -ενεστώτας γοτθ. ōg «φοβάμαι» και το αρχ. ιρλ. ad-āgor «φοβάμαι» (με ινδοευρ. ᾱ ή ō].
(II)
ἀχέω (Α)
βγάζω ιαχή, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ιαχέω (-ώ), υστερογενής ενεστώτας του ιάχω, που σχηματίστηκε κατά τα ρήματα σε -έω, τα δηλωτικά θορύβου
πρβλ. ηχέω(-ώ) κ.ά.].
(III)
ἀχέω (δωρ. τ.) (Α)
ηχέω. ηχώ.