άψαυστος

From LSJ

τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light

Source

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.