έγχρονος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ἔγχρονος, -ον (AM)
πρόσκαιρος, αυτός που διαρκεί λίγο καιρό
αρχ.
πρόσφατος.