ἔγχρονος
English (LSJ)
ἔγχρονον,
A lasting a short time, App.Fr.3 (expld. by Suid. as recent).
2 in time, temporal, opp. αἰώνιος, Ocell.1.2, Ascl. in Metaph.424.7, Procl.Inst.53, al., Dam. Pr.90, al., Simp.in Ph.461.12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que se produce en el tiempo esperado de la crisis en determinadas enfermedades εἴτ' ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων ἔ., ἐπὶ τινῶν δὲ ἄχρονος Gal.7.443, cf. Hsch.
•vigente τῶν σπονδῶν ἔτι ἐγχρόνων οὐσῶν App.Fr.3.
2 que se produce en un tiempo limitado, temporal, finito (τὸ πᾶν) εἰ γὰρ ἔγχρονον, οὐκ ἂν ἔτι ἦν Ocell.2, op. αἰώνιος Procl.Inst.53, cf. Ascl.in Metaph.424.7, αἰών Dion.Ar.DN 10.3, de una parte de la διακόσμησις de Anaxágoras, Simp.in Ph.461.12, en discusiones teol., Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1416B, (φύσις ... ἐν Χριστῷ) προαιώνιος καὶ ἔ. Pamph.Mon.Solut.8.107
•neutr. subst. (ἐμποιεῖν) ἐν τῷ αἰωνίῳ ἔ. introducir lo temporal en lo eterno Dam.Pr.90.
II adv. -ως temporalmente, en el tiempo μηδέν ... τῶν ἀγεννήτων ἐ. ποιούντων Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1437B, cf. Leont.H.Nest.M.86.1500c.
German (Pape)
[Seite 714] noch dauernd, nicht verjährt, σπονδαί, App. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχρονος: -ον, ὁ πρὸ πολλοῦ χρόνου γενόμενος: «ἐγχρόνῳ, οὗ τὸ εἶναι μετρητὸν ὑπὸ χρόνου» Ζωναρ. σ. 720, Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νως Ἰουστ. Μάρτ. σ. 182Α.
Greek Monolingual
ἔγχρονος, -ον (AM)
πρόσκαιρος, αυτός που διαρκεί λίγο καιρό
αρχ.
πρόσφατος.