έκλαμψη

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκλαμψις)
δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή
αρχ.
(για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη.