έλμινς

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις)
σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος).