έμμισθος

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμισθος, -ον)
1. αυτός που παίρνει μισθόέμμισθος επιμελητής»)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία»)
αρχ.
αυτός που πληρώνεται για κάτι.