έμμισθος

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμισθος, -ον)
1. αυτός που παίρνει μισθόέμμισθος επιμελητής»)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία»)
αρχ.
αυτός που πληρώνεται για κάτι.