έντοπος

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

ἔντοπος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει σ' έναν τόπο ή κοντά σ' έναν τόπο
2. ξένος που βρίσκεται σ' έναν τόπο
3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος.