εγχώριος
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγχώριος, -ον)
1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος
2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.)
2. τοπικός
3. αγροτικός
4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐγχώριον
κατά τη συνήθεια τών ντόπιων
5. (κατά τον Ησύχ.) «τόκος, δάνειον».