έροτις

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

ἔροτις, ἡ (Α)
εορτή, πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος και εορτή].