έφαλμος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

έφαλμος, -ον (Α)
ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)].