ήσσων

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

-ον (Α ἥσσων, -ον)
αρχαιότ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἥττων.