ήσσων

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

-ον (Α ἥσσων, -ον)
αρχαιότ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἥττων.