ίσογκος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ἴσογκος, -ον (Α)
ίσος κατά τον όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + ὄγκος.